-
1 κατα-θνητός
κατα-θνητός, = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταϑνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταϑνητοὶ ἄνϑρωποι; das fem., καταϑνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάϑνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.
-
2 γελοιάω
γελοιάω, von γελοῖος, unter Lachen Scherz treiben; Hom. hymn. Vener. 49 καί ποτ' ἐπευξαμένη εἴπῃ μετὰ πᾶσι ϑεοῖσιν, ἡδὺ γελοιήσασα, φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη, ὥς ῥα ϑεοὺς συνέμιξε καταϑνητῇσι γυναιξίν; var. lect. Odyss. 20, 390 γελοιῶντες, neben γελοίωντες (von γελάω); var. lect. Odyss. 20, 347 γελοίων, neben γελώων: Letzteres gehört entschieden zu γελάω, während γελοίων sowohl von γελάω als von γελοιάω abgeleitet werden kann.